γλωσσοκοπώ

γλωσσοκοπώ
(ε), γλωσσοκοπάω см. γλωσσοκοπανίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλωσσοκοπώ" в других словарях:

  • γλωσσοκοπώ — ( άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, έω) νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. συκοφαντώ μσν. κόβω τη γλώσσα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κοπώ < κοπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκοπιά — η [γλωσσοκοπώ] 1. φλυαρία 2. αυθάδεια, αθυροστομία 3. συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»